ἐριθακώδης

ἐριθακώδης
ἐρῑθᾰκώδης, ες,
A full of

ἐριθάκη 2

,

γραῖαι Epich.61

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εριθακώδης — ἐριθακώδης, ες (Α) [εριθάκη] αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο φλύαρος («ἐριθακώδεις γραῑαι», Επίχ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐριθακώδεες — ἐριθακώδης full of masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”